Μέσα από μια ζοφερή εικόνα εγκατάλειψης, μπορεί ο οποιοσδήποτε να αναβιώσει το δικό του παρελθόν, προσθέτοντας τις δικές του ασπρόμαυρες εικόνες μιας άλλης εποχής.
Και σαν παρατηρήσει καλύτερα, οι θύμησες θα ανασυρθούν από τα βάθη του μυαλού, ενώ τα χρώματα που κάποτε είχαν ξεβάψει θα πάρουν έστω και για λίγο τη δική τους έντονη παλέτα της ανάμνησης.
Η εποχή που τα φέιγ βολάν ήταν ένας τρόπος διαφήμισης απέχει πια τόσο πολύ από το σήμερα…
Η αλήθεια είναι ότι πίσω από την εικόνα του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου στην Σταυρούπολη της Ξάνθης, υπάρχει μια πολύ μεγάλη ιστορία που αφορά στην ελληνική βιομηχανία. Κονδύλια, μετεγκαταστάσεις εργοστασίων σε ακριτικές περιοχές, αποζημιώσεις, χρεωκοπίες, και πολλά ακόμα που λίγοι γνωρίζουν και πολλοί αγνοούν.
Η ιστορία λοιπόν πίσω από το εργοστάσιο ΤΖΩΝ-ΦΙΛ-ΕΛΛΑΣ ΑΕ, δεν διαφέρει και πολύ από κάποιες άλλες με την ίδια πορεία και κυρίως τον ίδιο επίλογο…
… Μα η πραγματικότητα δεν παύει να προκαλεί μονάχα θλίψη. Ο Ιωάννης Φιλιππίδης -«κύριος Τζον» για τους φίλους του- υπήρξε ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας από πρόσφυγες γονείς. Δημιούργησε διάφορες εταιρείες παραγωγής υφασμάτων και πρωτοπόρησε φτιάχνοντας τις πρώτες μοκέτες στην Ελλάδα με την ταπητουργία ΜΑΡΑΘΩΝ και την ΤΖΩΝ-ΦΙΛ-ΕΛΛΑΣ Α.Ε. στον Ταύρο Αθηνών. Μοκέτες σε 7 διαφορετικούς τύπους καθώς και μοκέτες εμπριμέ, κουρτίνες και διάδρομοι διαφόρων χρωμάτων με υψηλή για την εποχή ποιότητα και βέβαια ανταγωνιστικές τιμές, μα με μια αξιοθαύμαστη πρόοδο μέχρι το 1975.
Όμως τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, η φωτιά που ξέσπασε στο εργοστάσιο στον Ταύρο, δεν έγινε δυνατό να σβήσει από την πυροσβεστική, μιας και το σύνολο, σχεδόν, των δυνάμεών της βρίσκονταν στην Ηλεία όπου είχαν ξεσπάσει μεγάλες φωτιές. Κάτι η μικρή σχετικά αποζημίωση από τις ασφάλειες, κάτι τα επενδυτικά κίνητρα της τότε κυβέρνησης για μετεγκατάσταση σε ακριτικές περιοχές, οδήγησαν τον Ιωάννη Φιλιππίδη στη δημιουργία νέου εργοστασίου στη βόρεια Ελλάδα.
Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν στην ακριτική Σταυρούπολη Ξάνθης με τους 400 μόνιμους κάτοικους, σε μια εποχή που ακόμα και η μετακίνηση οποιουδήποτε οχήματος απαιτούσε στρατιωτική άδεια, έδωσε νέο αέρα στην περιοχή. Σχεδόν ολόκληρο το χωριό δούλεψε στο εργοστάσιο μοκέτας, ενώ τα μικρά παιδιά των εργαζομένων ανακάλυψαν νέα παιχνίδια για να περνούν τον χρόνο τους, παιχνίδια που το ίδιο το εργοστάσιο έκανε δώρο κατά τις περιόδους των εορτών στους εργαζόμενους.
Όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’80, παίχτηκε και η τελευταία πράξη χρεοκοπίας του εργοστασίου. Το ποιος πραγματικά χρεοκόπησε από το κλείσιμο του εργοστασίου είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
Σήμερα. τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά, το κουφάρι του εργοστασίου της Σταυρούπολης, μέσα στην σκοτεινιά του, στέκεται ακόμα εκεί θυμίζοντας μια άλλη εποχή… μια εποχή που μέσα από τις καθημερινές δυσκολίες των ανθρώπων, ξεπηδούσε μια διαφορετική ομορφιά με ξέγνοιαστες στιγμές, που μπορεί τότε να μην ήμασταν στην θέση να τις κατανοήσουμε, όμως σήμερα καταλαβαίνουμε το πόσο πολύτιμες υπήρξαν…