Η Μηλιά Μετσόβου με τα δημιουργικά εργαστήρια ξύλου και ο πανέμορφος καταρράκτης Μπουλουβάρου λίγο έξω από αυτήν
Ο παραδοσιακός οικισμός της Μηλιάς, βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από το Μέτσοβο και ουσιαστικά αποτελεί το τελευταίο χωριό του νομού Ιωαννίνων προς τα ανατολικά. Κατά το παρελθόν αποτελούσε μέρος της αρχαίας μακεδονικής Τυμφαίας και μάλιστα θεωρούνταν ως ένα από τα σημαντικότερα περάσματα μεταξύ των δύο μεγάλων γεωγραφικών διαμερισμάτων της Ελλάδας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Η Μηλιά, ή αλλιώς Αμέρου κατά την τοπική βλάχικη διάλεκτο, είναι ένα πανέμορφο γραφικό χωριουδάκι, χτισμένο σε μια μικρή ορεινή κοιλάδα στα 1160 μέτρα, στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου. Η ιστορία της μεγάλη, ξεκινά κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια. Κατά την Τουρκοκρατία εντάσσεται στο ευνοημένο αρματολίκι του Μαλακασίου και γίνεται πόλος έλξης για πολλούς πρόσφυγες και μετανάστες, και αργότερα, δίνει το παρών στις εθνικές περιπέτειες του Μικρασιατικού πολέμου και του Αλβανικού Έπους. Έρχεται όμως η εποχή του ’40 και το χωριό θρηνεί αρκετές δεκάδες θύματα. Τρεις ήταν οι φορές που κάηκε από τους κατακτητές. Όταν μάλιστα οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο χωριό, τοποθέτησαν τα γυναικόπαιδα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και επί μια ολόκληρη εβδομάδα το μοναδικό τρόφιμό τους ήταν το λάδι από τα καντήλια της εκκλησίας.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αναπτυχθεί τουριστικά όπως οι γύρω περιοχές, κεντρίζει το ενδιαφέρον του επισκέπτη με όλα όσα έχει. Τρία καφενεδάκια, ένα κεντρικό κρεοπωλείο και ένα μίνι μάρκετ είναι όλα όσα διαθέτει, όμως αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υπάρχουν περίπου 15 εργαστήρια ειδών λαϊκής τέχνης. Και αυτό, γιατί η επεξεργασία του ξύλου αποτελεί τη βασική πηγή εσόδων των ντόπιων, οι οποίοι με πολύ μεράκι κατασκευάζουν ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Είδη για το σπίτι, παιχνίδια, αντικείμενα για το νοικοκυριό ακόμα και κοσμήματα, τα οποία με την απλότητά τους ξεπερνούν σε ευρηματικότητα ακόμα και το πιο ακριβό κόσμημα. Και η τέχνη περνάει από γενιά σε γενιά και έτσι η οξιά, η μαύρη πεύκη, η δρυς, το ρόμπολο και η καστανιά, μεταμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του κόσμου μα και σύμφωνα με τη φαντασία των δημιουργών της.
Στην κεντρική πλατεία του χωριού, η τεράστια βαλσαμωμένη αρκούδα μπορεί να μπερδέψει αρκετά τον επισκέπτη. Όμως η πραγματικότητά της θα σε κάνει να αγαπήσεις περισσότερο όλους αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους του χωριού που την τοποθέτησαν εκεί προς ευαισθητοποίηση όλων. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που βρέθηκε τραυματισμένη από έναν Μηλιώτη (1992) ο οποίος δυστυχώς παρά τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να τη σώσει. Έτσι, αποφασίστηκε και στήθηκε αυτή η ιδιαίτερη γυάλινη κατασκευή, με αποτέλεσμα η αρκούδα να βρει ένα νέο, δικό της χώρο για να ατενίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων και να “ζει” με τον τρόπο της ανάμεσά τους, θυμίζοντάς τους πως κάποτε είχε και αυτή δικαίωμα στη ζωή. Το ποίημα “Κραυγή Μες Την Σιωπή” του Γεωργίου Σπάχου μαρτυρά όλη της την ιστορία.
Ελάχιστα χιλιόμετρα από το χωριό, στον δρόμο προς την Κρανιά, βρίσκεται το ρέμα Μπουλουβάρος, όπου τα νερά του, κατά το πέρασμά τους λάξευσαν τους συμπαγείς πυριγενείς βράχους και έτσι σχημάτισαν τον πανέμορφο καταρράκτη της περιοχής, ο οποίος μάλιστα είναι προσβάσιμος και για κολύμπι, καθώς με χρήματα της περιφέρειας φτιάχτηκε μονοπάτι μέσω του οποίου μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει. Κραυγή Μες Την Σιωπή…
Δεν είμαι εδώ να με θαυμάζεις ούτε και να με λυπηθείς, στέκομαι εδώ και σε κοιτάζω για να σε κάνω να σκεφτείς για το κακό που έχεις κάνει μήπως και προβληματιστείς. Ήμουν και εγώ μια όμορφη αρκούδα πάνω στα βουνά μα η απερισκεψία σου μ΄έφερε τώρα εδώ άψυχη πλέον και μοναχιά με το νεκρό, απλανές μου βλέμμα να σου θυμίζω δίχως λόγω μαρμαρωμένο βασιλιά...