Αποτελεί το ανατολικότερο χωριό του Ζαγορίου και τοποθετείται στη σκιά της αλπικής Βόρειας Πίνδου, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μια από τις κύριες εισόδους προς τον εθνικό δρυμό της Βάλια Κάλντα.
Γνωστή και με την βλάχικη ονομασία Μπαϊεάσα, η παραμυθένια Βοβούσα, στέκεται στο μεταίχμιο της Ηπείρου και της Μακεδονίας, ανάμεσα σε μια κοιλάδα τριγυρισμένη από πυκνά αδιαπέραστα δάση με οξιές και έλατα, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων.
Αγαπάμε Ήπειρο… και ταξιδεύουμε σε τέσσερα υπέροχα μικρά χωριά της...
Σύμφωνα με την παράδοση η Βοβούσα προέκυψε από τη συνένωση τεσσάρων μικρότερων χωριών και η ιστορία της ξεκινά τον 10ο αιώνα, με τις πρώτες μετακινήσεις των βλάχων στα χωριά της Πίνδου.
Παίρνει το όνομά της από την υπέροχη βουή των ορμητικών νερών του ποταμού Αώου που τη διασχίζει, και που στην κυριολεξία την κόβει σε δύο μέρη. (“ΒοΪούσα ” – “Βοβούσα”) Αυτή της μάλιστα η ιδιαιτερότητα, που αξίζει να σημειωθεί πως δεν απαντάται σε κανένα άλλο χωριό της Ηπείρου, είναι και ο κύριος λόγος της αστείρευτης ομορφιάς της.
Κατά τα παλαιότερα χρόνια, η κύρια ασχολία των κατοίκων της περιστρέφονταν γύρω από την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τις μεταφορές. Περίπου 150 οικογένειες ζούσαν μόνιμα στην Βοβούσα, όμως από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, το χωριό περνάει σε μια άλλη εποχή. Οι ληστρικές επιδρομές, η επιδημία του 1814 καθώς και η λεηλασία των σουλτανικών στρατευμάτων το 1829, οδηγούν σε σημαντική μείωση του πληθυσμού, με τις περισσότερες οικογένειες να στρέφονται σε Μακεδονία και Θράκη, ενώ η παρακμή του χωριού και κατ΄ επέκταση των γύρω περιοχών είναι γεγονός.
Το 1940 βρίσκεται για ακόμα μια φορά στο επίκεντρο των εξελίξεων, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική του καταστροφή στις 23 Οκτωβρίου του 1943. Μετά και τον εμφύλιο, παίρνει πια την σημερινή του μορφή, με τους λιγοστούς κατοίκους του να ασχολούνται με την υλοτομία και την επεξεργασία του ξύλου.
Ορόσημο του χωριού αποτελεί το μεγάλο τοξωτό γεφύρι που στέκει αγέρωχο πάνω από τα ορμητικά νερά του Αώου από το 1748, ενώνοντας για πάντα τους δύο μαχαλάδες εκατέρωθεν του ποταμού, ενώ αποτέλεσε ταυτόχρονα και το πέρασμα από την Ήπειρο στη Μακεδονία. Πρόκειται για το παλιότερο εν χρήση γεφύρι του Ζαγορίου και χτίστηκε από τον Αλέξιο Μήσιο από το Μονοδέντρι, έχοντας αναγνωριστεί ως νεότερο αρχαιολογικό μνημείο.
Η εικόνα του Αώου που κόβει στα δύο τη μαγική Βοβούσα μένει χαραγμένη στο μυαλό των επισκεπτών, ενώ ο ανεπανάληπτος ήχος του, ακολουθεί όλες ανεξαιρέτως τις δραστηριότητες των απλών μα συνάμα αρχοντικών κατοίκων του χωριού, με σημαντικότερη όλων το ομώνυμο φεστιβάλ στα μέσα του καλοκαιριού. Το φεστιβάλ είναι αφιερωμένο στην προστασία του περιβάλλοντος, με εκδηλώσεις που ενισχύουν την αειφορία και τονίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Βόρειας Πίνδου, με μουσικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, πεζοπορικές εξορμήσεις, εργαστήρια βοτανοθεραπείας, άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και προφορικής ιστορίας.